προσάρτησις

προσάρτησις
προσάρτησις
attachment
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προσαρτήσει — προσάρτησις attachment fem nom/voc/acc dual (attic epic) προσαρτήσεϊ , προσάρτησις attachment fem dat sg (epic) προσάρτησις attachment fem dat sg (attic ionic) προσαρτάω fasten aor subj act 3rd sg (attic epic ionic) προσαρτάω fasten fut ind mid… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαρτήσεσιν — προσάρτησις attachment fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαρτήσιος — προσάρτησις attachment fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσάρτησιν — προσάρτησις attachment fem acc sg προσαρτάω fasten pres ind act 3rd sg προσαρτάω fasten pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσάρτηση — η / προσάρτησις, ήσεως, ΝΑ, ιων. τ. γεν. ήσιος, Α [προσαρτῶ] προσκόλληση, προσθήκη νεοελλ. η μονομερής πράξη ενός κράτους να υπαγάγει στην εδαφική του κυριαρχία εδάφη που διατελούσαν υπό καθεστώς ανεξαρτησίας, που δεν υπάγονταν στην κυριαρχία… …   Dictionary of Greek

  • προσαρτήσεως — προσαρτήσεω̆ς , προσάρτησις attachment fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”